- ἀδελφοκτόνω
- ἀδελφοκτόνοςmurdering a brother or sistermasc/fem/neut nom/voc/acc dualἀδελφοκτόνοςmurdering a brother or sistermasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφοκτονώ — ἀδελφοκτονῶ ( έω) (Α) [ἁδελφοκτόνος] φονεύω τον αδελφό ή την αδελφή μου … Dictionary of Greek
ἀδελφοκτόνῳ — ἀδελφοκτόνος murdering a brother or sister masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφοκτόνος — και αδερφοκτόνος, ο (Α ἀδελφοκτόνος, ον) ως ουσ. ο φονέας τού αδελφού ή τής αδελφής του νεοελλ. 1. ο φονέας αδελφού ή αδελφής ή και ομοεθνούς 2. ο εμφύλιος («αδελφοκτόνος πόλεμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + κτόνος «φονεὺς» < κτείνω «φονεύω».… … Dictionary of Greek